Επίσχεση ούρων Η κατάσταση, κατά την οποία ο ασθενής δεν μπορεί να ουρήσει, ενώ έχει έντονη επιθυμία. Υπάρχουν δύο μορφές, η οξεία και η χρόνια επίσχεση ούρων. Οξεία επίσχεση Η ξαφνική κατακράτηση ούρων, συνήθως σε ασθενή που ουρούσε με προβλήματα, αλλά άδειαζε η κύστη του σε ικανοποιητικό βαθμό. Προκαλεί έντονη δυσφορία στον ασθενή με έντονη εφίδρωση και πόνο στη κύστη. Σε αυτήν τη περίπτωση για να αδειάσει η κύστη, πρέπει να τοποθετηθεί το συντομότερο καθετήρας. Χρόνια επίσχεση Όταν ο ασθενής έχει χρόνια επίσχεση ούρων, συμβαίνει το εξής: Μετά από την ούρηση παραμένει μια ποσότητα ούρων (κατακράτηση) στη κύστη. Η ποσότητα αυτή μεγαλώνει σταδιακά και μπορεί να φτάσει τα 3-4 λίτρα. Ο ασθενής δεν το καταλαβαίνει επειδή δεν προκαλεί έντονα συμπτώματα, αλλά μπορεί να οδηγήσει σε σοβαρά προβλήματα, όπως ουρολοιμώξεις οι οποίες υποτροπιάζουν, πέτρες στην ουροδόχο κύστη και νεφρική ανεπάρκεια.
Αιτίες επίσχεσης ούρων Απόφραξη: Η αιτία απόφραξης του ουροποιητικού μπορεί να είναι ενδογενής (στένωμα ουρήθρας, πέτρα στην ουροδόχο κύστη, υπερπλασία προστάτη) ή εξωγενής (όγκος του εντέρου ή της μήτρας) ο οποίος πιέζει την κύστη. Άλλες αιτίες είναι ο καρκίνος του προστάτη και η φίμωση. Αντίστοιχα στις γυναίκες είναι οι γυναικολογικοί όγκοι και η πρόπτωση των πυελικών οργάνων. Επίσης, η πέτρα στη κύστη και η στένωση της ουρήθρας μπορούν να προκαλέσουν επίσχεση ούρων στον άνδρα και στη γυναίκα αντίστοιχα. Λοιμώξεις και φλεγμονές: Η οξεία προστατίτιδα είναι η πιο συχνή αιτία επίσχεσης ούρων η οποία προκαλείται από ουρολοιμώξεις. Δημιουργείται φλεγμονή και οίδημα στον προστάτη, με αποτέλεσμα να φράξει το ουροποιητικό. Η ουρηθρίτιδα προκαλείται από σεξουαλικώς μεταδιδόμενα νοσήματα και μπορεί επίσης, να είναι αιτία απόφραξης. Αρκετοί ασθενείς εμφανίζουν επίσχεση ούρων μετά από χειρουργείο ή από κάκωση και ρήξη της ουροδόχου κύστης και της ουρήθρας. Αντίστοιχα, κάποιες γυναίκες μπορεί να εμφανίσουν επίσχεση ούρων μετά από τοκετό. Νευρολογικά αίτια: Επίσχεση ούρων από νευρολογικά αίτια μπορεί να συμβεί τόσο σε άντρες όσο και σε γυναίκες. Νευρογενή δυσλειτουργία της κύστης εμφανίζουν οι ασθενείς με σακχαρώδη διαβήτη, με πολλαπλή σκλήρυνση, με κήλη μεσοσπονδύλιου δίσκου ή με κάποια κάκωση της σπονδυλικής στήλης από καλοήθη ή κακοήθη αίτια. Φάρμακα: Ορισμένα φάρμακα μπορούν να προκαλέσουν μείωση της σύσπασης της ουροδόχου κύστης ή να αυξήσουν τον μυϊκό τόνο του αυχένα της κύστης και του προστάτη και να προκαλέσουν επίσχεση ούρων. Διάγνωση: Η αποτελεσματικότερη διάγνωση επίσχεσης ούρων είναι το υπερηχογράφημα. Είναι ανώδυνο και μπορεί να δώσει περισσότερες πληροφορίες όπως το μέγεθος του προστάτη, την πιθανή ύπαρξη όγκου και την κατάσταση των νεφρών. Μέσα στο πλαίσιο των παραπάνω εξετάσεων, θα πρέπει να γίνει και μια εξέταση PSA και καλλιέργεια ούρων για να ελέγξουμε πιθανή ουρολοίμωξη. Αν είναι αναγκαίο κάνουμε εργαστηριακές εξετάσεις για να ελέγξουμε τη νεφρική λειτουργία και ηλεκτρολύτες. Αντιμετώπιση και Θεραπεία: Η επίσχεση ούρων αντιμετωπίζεται αρχικά με άμεσο καθετηριασμό της κύστης. Ο καθετήρας παραμένει για μερικές μέρες μέχρι να σταθεροποιηθεί ο ασθενής και να αντιμετωπιστεί το πρόβλημα. Συνήθως μετά την αφαίρεση του καθετήρα γίνεται και μια δοκιμή ούρησης. Σε γενικές γραμμές η τοποθέτηση μόνιμου καθετήρα δεν συνιστάται λόγω των επιπλοκών. Η θεραπεία της επίσχεσης ούρων εξαρτάται πάντοτε από το νόσημα. Συνιστάται η διενέργεια ουροδυναμικής μελέτης για να διαπιστώσουμε αν οφείλεται σε απόφραξη ή σε υπολειτουργία της κύστης. Τα αποφρακτικά αίτια αντιμετωπίζονται χειρουργικά. Η υπολειτουργία της κύστης δεν αντιμετωπίζεται με φαρμακευτική αγωγή. Αντιμετωπίζεται με διαλείποντες καθετηριασμούς εκπαιδεύοντας τον ασθενή στη χρήση ή τον άνθρωπο που τον φροντίζει.